συνεμβιβάζω

συνεμβιβάζω
ΜΑ
επιβιβάζω κάποιον ταυτοχρόνως σε πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐμβιβάζω «βάζω κάποιον μέσα, επιβιβάζω σε πλοίο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”